ΕΝΩΠΙΟΝ
ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ
ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ – ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ – ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ
Με ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος
Της ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΟΑΕΔ, ως νόμιμα εκπροσωπείται.
ΠΡΟΣ
Με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ του ν. 4250/2014 (Α΄ 74) τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του Π.Δ. 318/1992 «Αξιολόγηση των ουσιαστικών προσόντων του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών – πλην των εκπαιδευτικών λειτουργών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης – και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου». Συγκεκριμένα με το άρθρο 20 (Ανώτατα ποσοστά ανά κλίμακα βαθμολόγησης) αντικαταστάθηκε το άρθρο 7 του π.δ. 318/1992 ως εξής: «Αρθρο 7 Ανώτατα ποσοστά ανά κλίμακα βαθμολόγησης 1. Τα ανώτατα ποσοστά υπαλλήλων που είναι δυνατόν να βαθμολογούνται με την κλίμακα βαθμών του άρθρου 8 καθορίζονται ως εξής: α. Με τους βαθμούς 9 έως 10 βαθμολογείται ποσοστό έως και 25 % των υπαλλήλων. β. Με τους βαθμούς 7 έως 8 βαθμολογείται ποσοστό έως και 60% των υπαλλήλων. γ. Με τους βαθμούς 1 έως 6 βαθμολογείται ποσοστό 15% των υπαλλήλων».
Προϋπόθεση νόμιμης εφαρμογής κάθε θεσμικού πλαισίου, αλλά και κριτήριο θεσμοθέτησης κάθε νέου (θεσμικού πλαισίου) στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης όσον αφορά ειδικά στην υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων αποτελεί η τήρηση των ακόλουθων συνταγματικών διατάξεων.
1) Το άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται ως πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Κάθε ανθρώπινο όν έχει λοιπόν αυτοτελή αξία, η οποία χρήζει σεβασμού από την κρατική εξουσία.
2) Το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».
3) Το άρθρο 25 του Συντάγματος: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
4) Η αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, κατοχυρώνουν το δικαίωμα εκάστου στην ακώλυτη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του χωρίς απρόσφορους, αυθαίρετους ή δυσανάλογους (υπό την έννοια του υπέρμετρου που καταλήγει σε άρνηση) περιορισμούς και διακρίσεις.
5) Η αρχή της ισότητας την οποία καθιερώνει το άρθρο 4§1 του Συντάγματος, αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ο οποίος δεσμεύει άπαντα τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας (ενδεικτικά ΣτΕ 2717/1988, ΣτΕ 157/1989 και Ολομ. Α.Π. 3/1997, 7/1993, 12/1992, 6/1992 κλπ). Η παραβίαση της αρχής αυτής ελέγχεται από τα Δικαστήρια, μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας των, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η με ίσους όρους ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός (άρθρο 5 του Συντάγματος). Κατά τον έλεγχο δε αυτόν που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ' αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, γίνεται αποδεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί βεβαίως να ρυθμίσει με ενιαίο διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματίες ή άλλες συνθήκες, οι οποίες συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές και οι οποίες περαιτέρω, στηρίζονται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια με το αντικείμενο της κατά περίπτωση & adhocρύθμισης. Κατά την επιλογή όμως των διαφόρων τρόπων ρύθμισης, πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την προδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με την μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα κριτήρια μεταξύ τους.
Η συνταγματική αρχή της ισότητας στις ειδικότερες εκφάνσεις αυτής επιβάλλει την ομοειδή μεταχείριση ομοειδών περιπτώσεων και την κατά το λόγο εκάστου υπαλλήλου αξιοκρατική υπηρεσιακή του εξέλιξη (αξιοκρατία στη σταδιοδρομία, βλ. ενδεικτικά ΑΕΔ 30/1985, ΣτΕ 2786/1984, 3722/2000, 2717/2003, ΔΕΑ 480/1990).
6) Η ίση πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες συνιστά κατά μία άποψη ειδική πλευρά της αρχής της ισότητας, ενώ κατά άλλη η ίση πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις πηγάζει από την αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας που συνάγεται ερμηνευτικά από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση, τόσο η νομολογία όσο και η θεωρία αναγνωρίζουν παγίως αυξημένη συνταγματική ισχύ στην αρχή της αξιοκρατίας υπό την ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος σταδιοδρομίας του υπαλλήλου με βάση κριτήρια αντικειμενικά, πρόσφορα και συναπτόμενα προς την ικανότητα του. Αναγνωρίζεται δηλαδή ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα και σκοπός είναι η εξυπηρέτηση όχι μόνο του ατομικού συμφέροντος του υπαλλήλου αλλά και η προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος υπό την έννοια της επιλογής των αξιότερων για τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών.
7) Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου ρητώς αναγνωρισμένη από το Ελληνικό Σύνταγμα επιβάλλει την πραγμάτωση της αξιοκρατίας καθώς δεν προστατεύει απλώς τυπικά το δικαίωμα στην ισότιμη μεταχείριση, αλλά επιβάλλει δεσμευτικά και τη δημιουργία συνθηκών που θα προάγουν την ισότητα ευκαιριών για κάθε έλληνα πολίτη.
8) Το αληθές δημόσιο συμφέρον και η συνταγματική αρχή της αποδοτικότητας των δημοσίων υπηρεσιών που κατοχυρώνεται και νομοθετικά στο άρθρο 1 του Ν. 3528/2007, (βλ. ΣτΕ 3554/1991, Τάχου – Συμεωνίδη, ΕρμΥΚ, σελ. 50, 2η εκδοση).
Επειδή η ίδια η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής (Β΄ Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών, Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας σχεδίων και προτάσεων Νόμων έκρινε ότι: «Όπως έχει παγίως κριθεί από τη νοµολογία κατά την ερµηνεία των ανωτέρω διατάξεων (…)βασικές αρχές και κατευθύνσεις του συστήµατος αξιολόγησης είναι η αντικειµενική και αµερόληπτη στάθµιση βάσει σαφώς προσδιοριζόµενων κριτηρίων της επαγγελµατικής ικανότητας και καταλληλότητας των υπαλλήλων σε σχέση µε το αντικείµενο της εργασίας τους και τα καθήκοντά τους, αλλά και της απορρέουσας από το Σύνταγµα (άρθρο 5) αρχής της αξιοκρατίας(…)η δε βαθµολόγηση των δηµοσίων υπαλλήλων πρέπει να γίνεται πάντοτε µετά από αντικειµενική και ουσιαστική αξιολόγηση και κρίση τους από τα αρµόδια όργανα(ΣτΕ 1667-9/2002, βλ. και ΣτΕ 1670/2002 ΔιοικΕφΑθ 788/2011, ΔιοικΕφΑθ 88/2010. Βλ., επίσης, άρθρο 81 παρ. 1 του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δηµοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (…)Υπό το φως των ανωτέρω, δηµιουργείται προβληµατισµός ως προς το αν η αναγκαιότητα επιβολής των προτεινόµενων ποσοστώσεων για την επίτευξη του επιδιωκόµενου από τον νόµο σκοπού είναι εµφανής και σαφώς διαγνώσιµη, ώστε να συνιστά αναλογικό, σύµφωνο προς το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγµατος, περιορισµό του δικαιώµατος των δηµοσίων υπαλλήλων να εξελίσσονται και να αξιολογούνται βάσει σαφώς προσδιοριζόµενων κριτηρίων επαγγελµατικής ικανότητας και καταλληλότητας, σε σχέση προς το αντικείµενο της εργασίας τους και τα καθήκοντά τους, συµφώνως και προς την συνταγµατικώς κατοχυρωµένη στο άρθρο 103 παρ. 7 εδ. β΄ του Συντάγµατος αρχή της αξιοκρατίας, δεδοµένου ότι η βαθµολογία που προτείνεται να λαµβάνει κάθε υπάλληλος δεν θα συναρτάται προς την ατοµική του αξία, τις ικανότητες και τις επιδόσεις του κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, αλλά προς το προκαθορισµένο ποσοστό ανά κλίµακα βαθµολόγησης (πρβλ. και ΣτΕ 1917/1998)».
Επειδή η ανωτέρω ρύθμιση νόμου είναι πρόδηλα αντισυνταγματική και μας θίγει κατάφωρα ως υπεύθυνους δημόσιους λειτουργούς.
Επειδή η Διοίκηση και κάθε αρμόδιο διοικητικό όργανο οφείλει να μην εφαρμόζει αντισυνταγματικό νόμο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΟΥΜΕ
Την ρητή κατάργηση του νόμου αν μη τι άλλο στο συγκεκριμένο ως άνω σημείο (αναξιοκρατική ποσόστωση).
Τη μη εφαρμογή του ως άνω νόμου ως πρόδηλα αντισυνταγματικού από την Υπηρεσία στην οποία ανήκουμε.
ΑΛΛΩΣ ΣΑΣ ΔΗΛΩΝΟΥΜΕ
Ότι επιφυλάσσομαστε παντός νομίμου δικαιώματός μας και ιδίως ότι θα προσφύγουμε στα αρμόδια Ακυρωτικά Διοικητικά Δικαστήρια για την ακύρωση κάθε παράνομης και βλαπτικής για τα μέλη μας απόφασης.
Με την επιφύλαξη παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μας, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής εντέλλεται να επιδώσει νόμιμα την παρούσα μας σε αυτούς προς τους οποίους απευθύνεται, προς γνώση τους και για τις νόμιμες συνέπειες, αντιγράφοντας συγχρόνως το περιεχόμενο της παρούσης στην οικεία έκθεση επίδοσης.
Αθήνα, 25/6/2014
Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΠ. ΠΕΡΠΑΤΑΡΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΠΑΡ' ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ και ΣτΕ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ ΔΣΑ: 18443
ΣΟΛΩΝΟΣ 51 -ΑΘΗΝΑ τ.κ. 10672
ΤΗΛ. 210 3645656- FAX: 210 3645651
Η Λ Ι Α Σ Δ. Κ Ο Λ Λ Υ Ρ Η Σ
Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ
ΠΑΡ’ ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ και ΣτΕ
Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου
Πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης Γερμανίας
LL.M., MΔΕ Διοικητικού Δικαίου
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ 32 – ΑΘΗΝΑ
Τηλ.: 210.3608504, 210.3643637, 6944.691416
Fax: 210.3608509 - Email: